περιηχῶ

περιηχῶ
περιηχέω
ring all round
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
περιηχέω
ring all round
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
περϊηχῶ , περιηχέω
ring all round
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
περϊηχῶ , περιηχέω
ring all round
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιηχώ — περιηχῶ έω, ΝΜΑ αντηχώ ολόγυρα μσν. αρχ. παθ. περιηχοῡμαι 1. φημίζομαι παντού, η φήμη μου απλώνεται ολόγυρα 2. είμαι ενήμερος, έχω ακούσει φήμες αρχ. παθ. 1. κραυγάζω 2. αντηχώ* …   Dictionary of Greek

  • περιήχημα — τὸ, ΜΑ [περιηχώ] ο ήχος, η αντήχηση που ακούγεται γύρω γύρω (α. «τῶν Προφητῶν περιήχημα» λέγεται για την Θεοτόκο, Κανών Ακαθίστου β. «ταραχῶν καὶ περιηχημάτων», Ιάμβλ.) …   Dictionary of Greek

  • περιήχηση — η / περιήχησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιηχώ] η αντήχηση αρχ. καθοδήγηση προς το κακό, σε αντιδιαστολή με την κατήχηση …   Dictionary of Greek

  • περιηχητικός — ή, όν, Α [περιηχώ] αυτός που αντηχεί ολόγυρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”